3 Σεπ 2009

Αγγέλικα Κοροβέση - Ισορροπιστές



Δημήτρης Κοροβέσης - Εικονοθέσεις




Αγγέλικα Κοροβέση - Η Εικόνα της φωνής





Δημήτρης Κοροβέσης - Εικονοστάσεις




Γιάννης Κολοκοτρώνης: Στις μέρες μας, η τέχνη δεν είναι οικογενειακή υπόθεση


Aδελφοί Limbourg, αδελφοί Hubert και Jan van Eyck, αδελφοί Le Nain, δίδυμα αδέλφια David και Pieter Oyens, οικογένεια Hals, αδελφοί Lorenzetti, αδελφοί Carracci, αδελφοί Paolo και Giovanni Veneziano, αδελφοί Calder, αδελφοί Lumiere, αδελφοί Antoine Pevsner και Naum Gabo, αδελφοί Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Αλμπέρτο Σαβίνιο, αδέλφια Duchamp: o Marcel, o Jacques Villon, o Raymanond Duchamp-Villon και η Suzanne Duchamp-Crotti, αδελφοί Chapman, αδελφοί Τζάνες, αδελφοί Γιώργος και Φράγκος Κονταρής είναι ένας γρήγορος απολογισμός για τους ανθρώπους που ξεκινούν από την ίδια ρίζα, μεγαλώνουν σε παράλληλους κόσμους και ακολουθούν καθένας το δρόμο του που άλλοτε τους φέρνει σε διασταύρωση και άλλοτε στην απόλυτη απόκλιση. Η Ιστορία της Τέχνης έχει να επιδείξει τέτοιες προσωπικότητες με έργο πρωτότυπο και ανανεωτικό. Και έχει ενδιαφέρον να διαπιστώνουμε ότι είμαστε συνηθισμένοι σε ιστορίες αδελφών που ήταν μυθικοί ή ιστορικοί βασιλιάδες (Μίνωας και Ραδάμανθυς, Μενέλαος και Αγαμέμνων ), ομηρικοί πολεμιστές (Κάστορας και Πολυδεύκης), υποδειγματικά τέκνα που ηρωποιήθηκαν (οι αργείοι Κλέοβις και Βίτων) αλλά πολύ λιγότερο σε αδέλφια που ακολούθησαν τα μονοπάτια της τέχνης. Ίσως επειδή η μυθοπλασία είναι το ζυμάρι της Ιστορίας που πλάθει συνειδήσεις για ηρωικά κατορθώματα καθώς γοητεύει η νίκη και η άσκηση εξουσίας σε αντιδιαστολή με το απέραντο πεδίο ελευθερίας που ανοίγεται μέσα στο χώρο του πνεύματος και των μορφών της τέχνης.
Στις μέρες μας, η τέχνη δεν είναι οικογενειακή υπόθεση όπως ήταν κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Αντιθέτως, επειδή ξεπερνά το αισθητικό περικάλυμμα και φωτίζεται από νόημα φιλοσοφικό, αυτόματα, δείχνει στους μελετητές έναν δρόμο στην αναζήτηση της εξήγησης του φαινομένου των αδελφιών που συμβαίνει να είναι καλλιτέχνες. Και αν σε παλαιότερες εποχές, η τέχνη ήταν περισσότερο τεχνική που εξασφάλιζε μέσα στην οικογενειακή συντεχνία την επιβίωση, στις μέρες μας το πρότυπο του μοναχικού διανοούμενου καλλιτέχνη δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας ως συντεχνιακό φαινόμενο. Το γεγονός μάλιστα ότι η Αγγέλικα και ο Δημήτρης Κοροβέσης από διαφορετική διαδρομή συνθέτουν διαφορετικού είδους και ανόμοιας αισθητικής έργα τέχνης, αποτελεί έναυσμα μελέτης αλλά και τρανή απάντηση της απόλυτης ελευθερίας που βιώνει μια καλλιτεχνική προσωπικότητα στο πεδίο της τέχνης.
Αυστηρότητα, επιστημονική έρευνα, προσκόλληση στη φόρμα της γλυπτικής μετουσιώνονται από την Αγγέλικα Κοροβέση σε πρότυπα νέα, εντελώς προσωπικά, καθώς κινείται και εργάζεται στη μνήμη της παράδοσης που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας. Κριτικός των δομών, χιουμορίστας, με μνημονική ευαισθησία ο Δημήτρης Κοροβέσης, μέσω της κριτικής επιχειρεί να ρίξει φως στις μικρές αλήθειες που συνθέτουν τον σύνθετα διαπλεγμένο σύγχρονο κόσμο μας. Σπουδαία αφορμή για να δει κάποιος ότι τα δύο αδέλφια, στην από κοινού έκθεση που της έδωσαν τον τίτλο “Συνάλληλες Διαδρομές” περιγράφουν δύο διαφορετικούς κόσμους που ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους, ο ένας μέσα από την ιστορία και ο άλλος μέσα από την κριτική της κοινωνίας. Και οι δύο, εκπρόσωποι της ίδιας γενιάς που σημαίνει ότι μοιράστηκαν κοινές εμπειρίες και αγωνίες, μας καταθέτουν το έργο τους που ενώ βρίσκεται αισθητικά και ψυχολογικά ενταγμένο στην εποχή τους, απαντά σε διαφορετικά ερωτήματα.

Στη γλυπτική της Αγγέλικας Κοροβέση κυριαρχούν δύο έννοιες τόσο παλιές όσο και η ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη: η ισορροπία και η ηχομορφή. Στο προϊστορικό στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης ισορροπία και ήχος ήταν έννοιες βιολογικές αφού το σώμα βίωνε την εμπειρία της ισορροπίας και οι ήχοι της φωνής συνταιριάζονταν για να βαπτίσουν αντικείμενα και φαινόμενα του εξωτερικού κόσμου. Με τον καιρό, όταν πλέον ο άνθρωπος οργάνωσε τις κοινωνίες του, επέκτεινε αυτές τις έννοιες: έδωσε ισορροπία στα αντικείμενα που κατασκεύαζε και μορφή στους ήχους για να τους γράψει. Βαθμιαία, όταν έπαψε να αντιγράφει μιμούμενος την πραγματικότητα και άρχισε να ερμηνεύει τον κόσμο, η ισορροπία και η ηχομορφή έγιναν έννοιες της Φιλοσοφίας, ιδίως του κλάδου της Ηθικής, και χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής που εξελίσσεται ευσταθώντας στη σωματική υγεία και το συνετό χειρισμό των πραγμάτων, τη μετρημένη φύση όπως την αποκάλεσε ο Επίκουρος. Η ισορροπία και ο ήχος ανέκαθεν ήταν στο κέντρο της ελληνικής σκέψης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας: στις αρχαϊκές Κόρες και τους Κούρους, στην κλασική γλυπτική του Φειδία, στον Κανόνα του Πολύκλειτου, στη λυρική ποίηση, στην εκφορά του φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού λόγου.
Η σύλληψη της φαντασίας δεν μπορεί παρά να είναι αναπόσπαστα δεμένη με την αίσθηση της ύλης όπου πρωτοαποτυπώθηκε, παρατήρησε ο Οδυσσέας Ελύτης1. Φαίνεται λοιπόν, ότι η Αγγέλικα Κοροβέση μελετώντας δύο δομικά στοιχεία της φαντασίας αποδεικνύει την αλήθεια της παρατήρησης του ποιητή. Οι ισορροπιστές της είναι το αποτέλεσμα μιας τέλειας γλυπτικής τεχνικής που δίνει την αίσθηση της απόλυτης ευστάθειας. Αυτό είναι άλλωστε το παιχνίδι της ισορροπίας: ικανότητα της μορφής να σταθεί στο χώρο (τεχνική), ικανότητα της καλλιτέχνιδας να δημιουργήσει ισορροπία στο χώρο που θα σταθεί το γλυπτό, ώστε να μην υπάρξει συνωστισμός ούτε να μείνει υπερβολικά άδειος. Η Κοροβέση δεν αγαπάει τα χάσματα, τα ασύνδετα κενά, την τυχαία ασυνέχεια και τις ψευδαισθήσεις. Αντιθέτως, χρωστάει πολλά στην κλασική της προπαίδεια που έλαβε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όταν στην επόμενη ενότητα των ηχομορφών επιχείρησε την αναλυτική ενορχήστρωση της φόρμας των ήχων που αποτελούν τον ανθρώπινο λόγο. Σ’ αυτήν, έδωσε στον ήχο ισότιμη αξία με τη γλυπτική φόρμα και ταύτισε τη ρευστότητα της λέξης με τη ρευστότητα της γλυπτικής μορφής. Είναι προφανές ότι το έργο της είναι κατεξοχήν ερευνητικό καθώς δεν επιχειρεί να μιμηθεί μια δεδομένη φυσική ή ιδεώδη πραγματικότητα με τον τρόπο της απόλυτης ψευδαίσθησης του Απελλή. Αγγίζοντας τον πηλό της ελληνικής μνήμης, πέτυχε μια συνέχεια που δεν έρχεται σε σύγκρουση με το παρελθόν για να είναι πρωτοποριακή, αλλά απόχρωσή της καθώς μας αποδεικνύει ότι αναλύοντας τον ήχο μιας λέξης δημιουργείται ένα πρωτότυπο γλυπτό, ένα αυτόνομο έργο τέχνης όπου έννοια, ύλη και εικόνα συνταυτίζονται.

Ο Δημήτρης Κοροβέσης πέτυχε άλλα αποτελέσματα τη δεκαετία του 1990 όταν συγχώνευσε τη γραφιστική με το καλλιτεχνικό αντικείμενο. Απόφοιτος της Σχολής Δοξιάδη και της Σχολής Καλών Τεχνών της Ρώμης, αντιλήφθηκε αρχικά, ότι η τέχνη δεν είναι απλό ηρεμιστικό, ούτε μια απλή φωτογραφική αναπαραγωγή του εξωτερικού κόσμου. Κάθε εικονιστική δομή είναι προϊόν της σκέψης, αλλά τι είδους σκέψης; Αυτής που στηρίζεται στην κριτική, τη λοιδορία, την ανησυχία και τη μηδενιστική αναρχία όπως μας την κληρονόμησαν ο Εξπρεσιονισμός και το Νταντά, κινήματα που αναβιώνανε την περίοδο της παραμονής του στη Ρώμη; Ή αυτής, που στηρίζεται στην ουτοπιστική μεταμόρφωση του κόσμου μέσω της φαντασίας όπως δοκίμασε να αποδείξει ο Σουρεαλισμός αλλά κατέληξε στην αμερικανική ποπ θεματογραφία των κόμικς και των διαφημίσεων; Δεν πρέπει επίσης, να παραβλέψουμε ότι η έντονη συνδικαλιστική δράση των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, ήταν η μαγιά των κριτικών απόψεων που σχημάτισε για τη δομή του κόσμου και τη θέση του έργου τέχνης στην κρίσιμη περίοδο του ψυχρού πολέμου. Διακατεχόμενος από το σύνδρομο αμφιταλάντευσης ανάμεσα στη θυμοσοφική παραδοσιακή ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη και τη φιλοσοφημένη εικονογραφία του Γιάννη Κουνέλλη, -σύνδρομο που σημαδεύει τους περισσότερους καλλιτέχνες μεταξύ 1970-90-, ο Δημήτρης Κοροβέσης εστίασε στην Εννοιολογική Μετά-ποπ εικονογραφία2. Ένα πρώτο στάδιο, καλύπτεται από τις γραφιστικές εργασίες του για πρωτότυπες καλλιτεχνικές εκδόσεις βιβλίων και καλλιτεχνικές διαφημίσεις καταναλωτικών προϊόντων και ένα δεύτερο στάδιο καλύπτεται από τα καλλιτεχνικά αντικείμενα και τα ‘μνημονικά’ κουτιά.
Ο Δημήτρης Κοροβέσης μεταφέρει ένα ερώτημα στον θεατή, στο οποίο επιχείρησαν να απαντήσουν οι σουρεαλιστές και οι καλλιτέχνες της ποπ: η αποστασιοποίηση, μας επιτρέπει να ξεχάσουμε ή να αγνοήσουμε το πρωτότυπο; Σ’ αυτό, οι πρώτοι απάντησαν μέσω της αυτόματης γραφής και της ερμηνείας των ονείρων μεταμφιέζοντας ή μεταμορφώνοντας το αντικείμενο, ενώ οι δεύτεροι, υιοθέτησαν την αναπαραγωγή της έτοιμης εικόνας (ready made) φροντίζοντας στην τεχνική επεξεργασία να προσθέσουν απρόβλεπτα στοιχεία χωρίς να κρύψουν την ταυτότητα.3 Για τον Δημήτρη Κοροβέση υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, όταν στα ψυχαναλυτικά αινίγματα των σουρεαλιστών και την μεγαλειώδη ελαφρότητα των καλλιτεχνών της ποπ, αντιπαραθέτει τη φρεσκάδα του ελληνικού χιούμορ, την ικμάδα μιας καθαρής ελληνικής σκέψης ενημερωμένης και κριτικής που βρίσκει το στόχο της στο συνταίριασμα του όμορφα μεταποιημένου αντικειμένου με τον παιχνιδιάρικο λιτό, εν είδει αποφθέγματος, τίτλο. Ίσως επειδή στις μέρες μας περισσότερο από άλλες περιόδους είναι επιτακτική η ανάγκη για τη σαφήνεια παρά για την αμφισημία του καλλιτεχνικού έργου, τον Δημήτρη Κοροβέση δεν τον ενδιαφέρει να ξεφύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας στον κόσμο της φαντασίας, ούτε να περιπλανηθεί άσκοπα και μόνον σε μνήμες συναισθημάτων. Όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι τα σύγχρονα έργα τέχνης είναι αυτόματα εγκεφαλικές εικόνες γνώσης και κριτικής οξυδέρκειας που αντιπροσωπεύουν τον κόσμο της πληροφοριακής αγοράς, ο Δημήτρης Κοροβέσης δείχνει ότι απολαμβάνει να αποκρυπτογραφεί την έκφραση εξίσου με το να δημιουργεί παραλλαγές εννοιολογικής μετα-ποπ θεματογραφίας.

Είναι τύχη που τα δυο αδέλφια, η Αγγέλικα και ο Δημήτρης Κοροβέσης δεν προσκολλήθηκαν σε κοινές λύσεις των αναζητήσεων τους και εκφράζουν ανεπηρέαστοι την ενεργητικότητά τους σε τόσο διαφορετικές εικόνες. Η στάση τους είναι αδιάψευστο τεκμήριο στη ροπή των καιρών μας: ότι η εποχή του νευρωσικού καλλιτέχνη που παράγει έργα για την ψυχική του υγεία αντικαταστάθηκε από τον επιστήμονα καλλιτέχνη που δημιουργεί έργα γνώσης και επικοινωνίας.

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης
ΔΠΘ - Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών


1 Οδυσσέας Ελύτης, «Γιάννης Τσαρούχης» στο Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος, 3η έκδοση 1987, σελ.569.
2 Γιάννης Κολοκοτρώνης, Νέα Ελληνική Τέχνη 1974-2004, Ξάνθη, Εκδόσεις Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης 2007, σελ.282-283.
3 Νικόλα Κάλας, Η Τέχνη την εποχή της διακύβευσης, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα1997, σελ.82-90.

Μάνος Μπούκαλης: Σεβόμενοι και αξιοποιώντας τις διαφορές

Χαίρομαι που συμμετέχω σε κάτι που δεν είναι κλινική δουλειά, που δεν έχει να κάνει με τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν συνήθως οι άνθρωποι, αλλά αντίθετα, έχει να κάνει με μια ευχάριστη και δημιουργική πλευρά της ζωής. Δεν θα σχολιάσω τα έργα από εικαστική άποψη αλλά θα εστιάσω στο γεγονός της έκθεσης σαν αποτέλεσμα της εξέλιξης και της συνεργασίας των δύο καλλιτεχνών-αδελφών, και θα αποτολμήσω και κάποιες υποθέσεις σχετικά με τις διαφορετικές επιρροές που δέχτηκαν, αν και μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια, έτσι όπως αυτές εμφανίζονται στα έργα που επέλεξαν γι αυτή την έκθεση.

Αυτή η έκθεση ονομάστηκε συνάλληλες διαδρομές. Η λέξη συναλληλία* στο χώρο της ψυχολογίας της οικογένειας έχει μια ιδιαίτερη έννοια. Την βρίσκουμε σε μια διαλεκτική σχέση με την ατομικότητα*. Ατομικότητα είναι η τάση να είναι κανείς ανεξάρτητος, διακριτός, με δικούς του στόχους, ενώ συναλληλία η τάση να συγχρωτίζεται με τους άλλους, να δημιουργεί δεσμούς στο πλαίσιο ενώ ευρύτερου κοινωνικού σχήματος. Ατομικότητα και συναλληλία κινούν, διαμορφώνουν συνεχώς τις σχέσεις μέσα στα ανθρώπινα συστήματα. Καταχρηστικά, μπορούμε να πούμε ότι καθορίζουν την αποστάσεις ανάμεσα μας όπως η έλξη και άπωση στην φυσική.

Βασική κινητήρια δύναμη της ατομικότητας είναι το άγχος της ενσωμάτωσης, της απώλειας της ταυτότητας, της ολοκληρωτικής συγχώνευσης με τον άλλο. Βιώνοντας ένα τέτοια άγχος απομακρύνομαι. Κινητήρια δύναμη της συναλληλίας μπορεί να θεωρηθεί το άγχος αποχωρισμού. Ο φόβος ότι μόνος, μακριά από τον άλλο δεν θα μπορέσω να επιβιώσω. Τότε πλησιάζω.


Αντικειμενικά σωστή απόσταση ανάμεσα στα άτομα δεν υπάρχει. Στην καθημερινή μας ζωή, οι αποστάσεις που
τηρούμε μεταξύ μας, χωρικές , χρονικές η συναισθηματικές δεν είναι σταθερές άλλα εξαρτώνται από τις συνθήκες -φυσικές και κοινωνικές- και από την φάση του ατομικού και οικογενειακού κύκλου της ζωής.Με την αλληλόδραση τους ατομικότητα και συναλληλία, εξασφαλίζουν τόσο την επιβίωση του ατόμου, όσο και την ανεξαρτητοποίηση του από την οικογένεια όταν πια είναι ώριμο να ακολουθήσει την δίκη του πορεία.

Ψυχολογικά ώριμο, μπορούμε να πούμε οτι είναι το άτομο, που ξεχωρίζει τα δικά του συναισθήματα, τις δικές του ανάγκες και τις δικές του σκέψεις, ενώ προσπαθεί να ακούσει τον άλλο, και οπωσδήποτε, αναγνωρίζοντας και το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχει αυτή η σχέση ανάμεσα τους.

Ας επιστρέψω όμως στο τι συμβαίνει εδώ, σε αυτή τη έκθεση των δυό αδερφών. Η συνειδητοποίηση και η συνομολογία της συναλληλίας των δυο καλλιτεχνών και της συνεργασίας που προκύπτει είναι από μόνη της μια πράξη επικοινωνίας και μπορεί να έχει διάφορα νοήματα. Δυο αδέλφια βρίσκονται μαζί σε μια δράση ενώ τρίτος αδελφός, ο πρωτότοκος, λείπει. Είναι μια δήλωση των δύο ότι εκείνοι μπορούν να είναι μαζί, να συνομιλήσουν, να δουν τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει. Βρήκαν ένα πλαίσιο στο οποίο μπορούν και αντέχουν να συγκριθούν ακόμη και να αντιπαρατεθούν. Ωστόσο αυτή δράση δεν περιορίζεται στο χώρο της οικογένειας αλλά δημοσιοποιείται. Εμείς γινόμαστε αποδέκτες αυτής της ενέργειας και καλούμαστε να την ερμηνεύσουμε.


Η έκθεση που έγινεδεν ήταν απλά μια ομαδική έκθεση που σχεδίασε κάποιος ειδικός στα εικαστικά επιλέγοντας κάποιους καλλιτέχνες; Είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες που αρχικά συμβίωσαν στην ίδια φωλιά, και στη συνέχεια περιπλανήθηκαν χωριστά χτίζοντας ο καθένας το δικό του έργο και την δική του οικογένεια, οι οποίοι σήμερα αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν πάλι κάτι μαζί. Ξαναβρίσκονται μετά από χωριστές κοινωνικές και εικαστικές διαδρομές.


Με αυτήν την κίνηση η Αγγέλικα και ο Δημήτρης θυσιάζουν μέρος της καλλιτεχνικής τους αυτονομίας. Η επιλογή των έργων, το στήσιμο της έκθεσης είναι αποτέλεσμα μιας επαναδιαπραγμάτευσης των ορίων και της απόστασης ανάμεσα σε δύο αδέλφια. Η συνύπαρξη χρειάζεται κανόνες και επιβάλλει περιορισμούς που βρίσκονται αντιμέτωποι με τις
ανάγκες για αυτάρκεια και συναισθηματική ανεξαρτησία. O κ Κολοκοτρώνης μας αναφέρεται πιο πάνω για τα εικαστικά εφόδια , με τα οποία φθάνουν σε αυτόν τον μικρό αγώνα. Εγώ θα σας μιλήσω για κάποια ψυχολογικά εφόδια που πήραν από την οικογένεια καταγωγής και την ευρύτερη οικογένεια έτσι όπως αυτή φαίνεται στο σχήμα, στο γεννεόγραμμα που ακολουθεί.


Και οι δυο γονείς τους είχαν πολλά αδέλφια. Άνθρωποι που ασχολήθηκαν με διάφορες τέχνες - με την ευρύτερη έννοια, άνθρωποι με εμπειρικές και επιστημονικές γνώσεις, άνθρωποι που ταξίδεψαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη, άνθρωποι που εξοικείωσαν τους δυο καλλιτέχνες με «το θαυμασμό για το ωραίο», την ανάγκη για γνώση του αντικειμένου, το μόχθο που πρέπει να καταβάλει ο δημιουργός, και την πεποίθηση ότι το αποτέλεσμα του μόχθου της δημιουργίας ενός αντικειμένου αναγνωρίζεται. Οι συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της ευρύτερης οικογένειας εκτείνονται και αυτοί σε ένα ευρύ φάσμα που περιλαμβάνει την φιλία, την ανεξαρτησία, τον θαυμασμό, αλλά και την υποστήριξη ακόμα και την εξάρτηση για τα λιγότερο προικισμένα μέλη.

Στο στενό οικογενειακό πλαίσιο, σε αυτό που λέμε πυρηνική οικογένεια οι θέσεις της Αγγέλικας και του Δημήτρη Κοροβέση, ήταν διαφορετικές.

Η Αγγέλικα έχοντας ένα μικρότερο αδελφό, έχει ζήσει την αλλαγή της θέσης της στην οικογένεια -από μικρότερο σε μεσαίο παιδί- και έχει βιώσει την μεταστροφή των συναισθημάτων της. Δεν παραμένει σε αυτά, τα περιορίζει. Διανοητικοποιεί, αφαιρεί, ψάχνει την ουσία, την ισορροπία, τον έλεγχο, και αυτό γίνεται εμφανές στη δουλειά της.Όπως παρατηρεί ο κ Κολοκοτρώνης, τα έργα της μας παραπέμπουν στην ιστορία του ανθρώπου που αναζητεί το μοίρασμα των βιωμάτων του. Να προσθέσω σε αυτό, ότι η Αγγέλικα ήταν εκείνη που δέχτηκε και αφιέρωσε χρόνο στο να θυμηθεί και να μου αφηγηθεί κάποια κομμάτια από την ιστορία της οικογένειας. Είναι μια απλή σύμπτωση η μια ισομορφία ανάμεσα στην ζωή και την τέχνη; Η Αγγέλικα επίσης, σαν μεσαίο παιδί, και κορίτσι ανάμεσα σε δύο αγόρια, πιθανόν να χρειάστηκε να παλέψει για να βρει την θέση της μέσα στην οικογένεια. Έπρεπε να δείξει πως είναι δυνατή, πως μπορούσε να αναλαμβάνει ευθύνες. Ίσως αυτό να έχει να κάνει και με την επιλογή της γλυπτικής, της πιο επίπονης, και σκληρής τέχνης που υπάρχει στον εικαστικό χώρο.


Ο Δημήτρης είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας, δεν επωμίστηκε τις προσδοκίες που συνήθως εναποθέτουν οι οικογένειες στον πρωτότοκο γιο και την πρώτη κόρη. Στη υποτιμητική σύγκριση των ικανοτήτων του με τα κάποτε, λόγω ηλικίας, δυνατότερα και πιο επιδέξια μεγαλύτερα παιδιά αντέδρασε αποτελεσματικά: Αξιοποίησε την θέση του μικρότερου παιδιού, που σε πολλές οικογένειες είναι εκείνος που ακολουθεί λιγότερο τις νόρμες. Εκείνος που μπορεί να περιπλανηθεί. Εκείνος που γίνεται επαναστάτης, αστειεύεται, προκαλεί. Εκείνος που απολαμβάνει και επιτρέπει στον εαυτό του να ονειρευτεί. Και νομίζω πως τέτοια στοιχεία μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στα έργα του.

Ωστόσο στον ίδιο χρόνο που παγιώνονταν οι διαφορές τους, ο Δημήτρης και η Αγγέλικα έμαθαν από νωρίς να μοιράζονται την προσοχή των γονιών αφού κανένας από τους δύο δεν είχε ποτέ την αποκλειστικότητα που βίωσε ο πρωτότοκος. Κι εκείνοι οι γονείς μπόρεσαν να μοιράσουν την στοργή τους, και κυρίως, να μοιραστούν αποτελεσματικά τους γονικούς ρόλους μεταξύ τους, να τα στηρίξουν, έτσι ώστε τα δυσάρεστα συναισθήματα που αναπόφευκτα υπάρχουν, να μην εμποδίσουν την ανεξαρτητοποίηση τους αλλά αντίθετα να δώσουν ενέργεια σε έναν υγιή ανταγωνισμό που τους βοήθησε να αναπτύξουν τις δυνατότητες τους σε διαφορετικές κοινωνικές οικογενειακές και εικαστικές διαδρομές.

Θεωρώ ότι ένας απόηχος αυτής της λειτουργικής οικογένειας φθάνει και σε μας μέσα από αυτήν την πρόσκαιρη συνεργασία, όπου η Αγγέλικα και ο Δημήτρης προσέρχονται δυνατοί, δημιουργικοί στον τομέα τους και συνειδητά συνάλληλοι, ελέγχοντας το φόβο απώλειας της ταυτότητας τους. Μας δίνουν το μήνυμα ότι μπορούμε σε αυτούς τους καιρούς να αφήνουμε κάπου κάπου το οχυρό του ατομικισμού, να στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο σεβόμενοι και αξιοποιώντας τις διαφορές μας, οργανώνοντας τις σε ένα σύνολο και αναγνωρίζοντας τον πλούτο που αυτή η διαδικασία προσδίδει στο ευρύτερο πλαίσιο.

Μάνος Μπούκαλης

Ψυχολόγος-Θεραπευτής Οικογένειας

* Η θεωρητική αναφορά στην συναλληλία βασίστηκε στο βιβλίο «Τα οικογενειακά συστήματα: Εισαγωγή στη θεωρία του Bowen» του Κωστή Ζερβάνου, εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ, 2009.